ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
3 Νοεμβρίου 2007
Συνέντευξη στον Γιώργο Καρουζάκη
Δεν κάνω γυμνό, αλλά πορτρέτα ανθρώπων χωρίς ρούχα
Το εργαστήριο του Γιώργου Ρόρρη στο Σταθμό Λαρίσης, ένα πορφυρό, ταλαιπωρημένο κτήριο ανάμεσα στα πορνεία της περιοχής, δεν είναι απλώς ο χώρος που επέλεξε ο καλλιτέχνης για να ζωγραφίζει. Είναι ένας, ψηλοτάβανος «βιότοπος» με υγρούς φθαρμένους τοίχους, ξύλινα πατώματα και γύψινο διάκοσμο στην οροφή, ορατός και αναγνωρίσιμος στους περισσότερους πίνακες του ζωγράφου. Η προκλητική αφίσα με τον πίνακα του Κουρμπέ «Η καταγωγή του κόσμου» στον τοίχο συνδιαλέγεται περίφημα με την εικόνα των μεταναστών και των φαντάρων, που περνούν το κατώφλι του απέναντι πορνείου.
Καθώς περιμένω τον ζωγράφο να ετοιμάσει καφέ, ανακαλώ τα λόγια που μου είπε πρόσφατα ένας άλλος σημαντικός δημιουργός, ο σκηνοθέτης, Λάκης Παπαστάθης: «Ο Ρόρρης είναι αναμφισβήτητα ο σπουδαιότερος ΄Έλληνας ζωγράφος ». Λίγη ώρα μετά, οι πίνακες της νέας του έκθεσης στην Αίθουσα Τέχνης Μέδουσα, στην οδό Ξενοκράτους 7 στο κολωνάκι – περνούν μπροστά από τα μάτια μου. Πορτρέτα γυμνών ανθρώπων, κυρίως νεαρών γυναικών, να ανακαλύπτουν το μυστήριο της ζωγραφικής που αναδύθηκε από τη συνέργεια της φθαρτής ύλης με την πνοή του ζωγράφου.
-Καταγράφετε πιστά στους πίνακες και το περιβάλλον του εργαστηρίου.Θα μπορούσατε όμως, ως ζωγράφος και να τον μεταπλάσετε. Γιατί αυτή η επιλογή;
«Δεν έχω τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στη φαντασία μου, ούτε μεγάλη εκτίμηση στις δυνατότητές μου να δημιουργήσω κάποιες εικόνες όπως τις θέλω εγώ. Επιθυμώ ο πίνακας όταν τελειώνει να έχει τη δύναμη να διεισδύσει, να εγκατασταθεί στη μνήμη του θεατή. Και αυτή η δυνατότητα επιτυγχάνεται μόνο με το επίμονο κοίταγμα της πραγματικότητας. Εκ πρώτης όψεως η πραγματικότητα φαίνεται κοινότοπη, αλλά η δουλειά του ζωγράφου είναι να καταστεί και ο ίδιος ένα όργανο που μέσα από την πενιχρότητα της καθημερινής κατάστασης να διακρίνει την ομορφιά».
– Δεν αντιγράφεται όμως την πραγματικότητα.
«Όχι. Η πραγματικότητα είναι χαοτική. Ο πίνακας είναι μια γλώσσα οργανωμένη, έχει συντακτικό, γραμματική, λέξεις. Άπειρες μεν, αλλά οι λέξεις πρέπει να δομηθούν σωστά για να υπάρξει επικοινωνία».
-Υπάρχει μια αρχική ιδέα πριν αρχίσετε να ζωγραφίσετε;
«Υπάρχει πάντα ένα οπτικό ερέθισμα. Δεν έχω ποτέ την ιδέα να ζωγραφίσω, για παράδειγμα, μια γυναίκα κολλημένη στη γωνία ενός τοίχου. Η γυναίκα απέναντί μου είναι ένα οπτικό ερέθισμα. Η πραγματικότητα σου μιλάει με χίλιες φωνές, δημιουργείται ένα είδος μαγείας, μια κατάσταση παραισθητική. Εάν αυτό το παραισθητικό θέαμα σε παρασύρει, τότε μπορείς να κάνεις έναν μεγάλο πίνακα, να καταγράψεις τη ζωτική σου επιθυμία να μιλήσεις με τις χιλιάδες φωνές της πραγματικότητας».
– Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός σας βρίσκεται ο άνθρωπος;
«Ναι. Αλλά θα έλεγα καλύτερα ο άνθρωπος μέσα στο δωμάτιο. Ο αέρας, το φως, αλλά και το ίδιο το δωμάτιο νοηματοδοτείται από τη διαφορετική αύρα κάθε ανθρώπου. Αυτή η αύρα αντικατοπτρίζεται, ανακλάται, έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώνει και να αλλοιώνει το ίδιο το περιβάλλον. Την ίδια στιγμή καλείσαι να ζωγραφίσεις τη γυναίκα του καιρού σου. Δεν είναι ίδια η γυναίκα του 2007 μ’ εκείνη του 1987 ή του 1940. Έχει αλλάξει το περπάτημά της, το στήσιμο του σώματός της, η κίνηση που κάνει το χέρι της για να χαιρετήσει, το ίδιο το δέρμα, το πώς κατανέμεται το πάχος μέσα στο σώμα της. Πολλές ζωγραφικές σήμερα κάνουν ένα λάθος, πέφτουν στην παγίδα να αναπαραστήσουν μόνο τη νοσταλγία για τον παλιό τρόπο ζωγραφικής. Οι μορφές, τελικά είναι ένα συμπίλημα χειρονομιών, του πινέλου, του χεριού, του ματιού και του χρώματος».
– Πώς θα περιγράφατε τη σχέση ζωγράφου-μοντέλου;
«Δεν αντιμετωπίζω το μοντέλο ως ένα απαραίτητο εξάρτημα για να γίνει ένας πίνακας. Το μοντέλο είναι συνδημιουργός του πίνακα, συνεργάτης καθημερινός. Εκτίθεται κι εγώ στα μάτια του, μιλάω, κάνω μορφασμούς. Ποζάρει σε μένα διαβάζοντας ή ακούγοντας μουσική ακόμα κι όταν ζωγραφίζω τα πατώματα, τα έπιπλα και τους τοίχους του πίνακα. Μια ματιά που θα ρίξεις στο μοντέλο, η φωνή που θα ακούσεις, επηρεάζει τον τρόπο που θα ζωγραφίσεις και τον τοίχο ενός πίνακα. Αν απουσιάζει το μοντέλο, το δωμάτιο είναι κενό περιεχομένου. Δεν μ’ ενδιαφέρει ένα κενό δωμάτιο».
– Πώς επιλέγεται τα πρόσωπα που ζωγραφίζετε;
«Θέλω ο άνθρωπος απέναντί μου να συνοδεύεται από μια ιστορία. Συζητάω μαζί του τα προσωπικά του τραύματα και δράματα, την καθημερινότητα, τις δυσκολίες, την αγωνία του. Δεν με ενδιαφέρει η επιδερμική σχέση ενός ανθρώπου με τη ζωή και δεν κάνω, επίσης παραγγελίες. Αυτή η ευτραφής γυναίκα, που βλέπετε στον πίνακα απέναντί σας, είναι μια γυναίκα της ύλης. Μαγείρευε, έπλεκε, έφτιαχνε παιχνιδάκια με τα χέρια της, συγύριζε. Αισθάνομαι ότι η προσωπικότητά της πέρασε στον πίνακα. Το γήινο της προσωπικότητάς της συνδέεται σε μια πρώτη βαθμίδα με τη μετάπλαση της ύλης. Και η ίδια η ζωγραφική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεταμόρφωση, ή μετάπλαση της ύλης».
– Και η σημασία του γυμνού στη ζωγραφική σας;
«Δεν θεωρώ ότι κάνω γυμνό με την έννοια που αναγνωρίζεται στην Ιστορία της Τέχνης. Με την έννοια δηλαδή της αποπροσωποποιημένης απεικόνισης του σώματος. Δεν έχουμε και την ανάλογη παράδοση σε αυτό το είδος. Η ελληνική κοινωνία απαιτούσε άλλου είδους εικόνες για να πάρει την αυτοσυνειδησία της, την Ιστορία της. Επίσης δεν ήταν αρκούντως αστική για να μπορέσει να αποδεχτεί τη γύμνια. Συνεπώς η έρευνα στράφηκε στο τοπίο. Γενικότερα ο 20ος αιώνας δεν έδωσε μεγάλες εικόνες, πλην του Τζακομέτι στη γλυπτική, των τελευταίων έργων του Μπονάρ, της διάσπασης του κυβισμού και των έργων του Πικάσο, του Μπέικον, του Φρόιντ και του Μπαλτίς. Δεν είχαμε επίσης επινόηση καινούργιου σώματος, όπως είχε το Μπαρόκ, δεν είχαμε την Αφροδίτη τη γήινη, την Αφροδίτη της ύλης. Θα έλεγα λοιπόν ότι δεν κάνω γυμνό. Αλλά πορτρέτα ανθρώπων που δεν φορούν τα ρούχα τους».
– Θα τα αποκαλούσατε ψυχολογικά πορτρέτα;
«Ναι. Αλλά τίνος; Ακούς ανθρώπους να λένε: “Τα πορτρέτα του Ρέμπραντ είναι ψυχογραφήματα των ανθρώπων”. Ουδέν ψευδέστερο. Είναι ψυχογραφήματα του Ρέμπραντ».
-Aρα, όλα αυτά τα πορτρέτα διαφορετικών ανθρώπων που βλέπω είναι στην ουσία αυτοπροσωπογραφίες σας;
«Είναι αυτοπροσωπογραφίες μου γιατί κάθε καινούργιος πίνακας είναι μια ακόμη προσπάθεια του ζωγράφου να κατακτήσει το ύφος του και να καταλάβει ποιος είναι».
– Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει «προκλητική» τη στάση σας να αναζητείτε με τόση επιμονή το προσωπικό σας ύφος ή την αντανάκλαση του φωτός στο τζάμι.
«Μπορεί. Μια ζωή όμως, δόθηκε στον καθένα και πρέπει να αποφασίσει πώς θέλει να τη ζήσει. Συνειδητοποίησα ότι μέχρι να πεθάνω έχω έναν τρόπο να καταλάβω λίγο καλύτερα ποιος είμαι. Και αυτός ο τρόπος είναι η ζωγραφική. Ξεκινάς να ζωγραφίζεις μ’ ένα πέπλο, μια κουρτίνα στα μάτια. Αυτή την κουρτίνα τη θέτει ο πολιτισμός, η καταγωγή σου, η ανατροφή σου, η εκπαίδευσή σου. Για να μπορέσεις να ανοίξεις λίγο αυτή την κουρτίνα και να δεις με τα δικά σου καθαρά μάτια χρειάζεται μια ζωή. Αυτός είναι ο τρόπος μου και δεν μπορώ να σκεφτώ αν είναι προκλητικός ή όχι. Όσοι ασχολούμαστε με τις τέχνες κλεινόμαστε συχνά σε ένα κουβούκλιο και θεωρούμε ότι όλον τον κόσμο πρέπει να τον απασχολήσει ο Φειδίας. Θα έλεγα απλώς ότι δεν θα ήταν άσχημο κάποιος άνθρωπος, μια φορά στη ζωή του, να σταθεί για λίγο μπροστά από ένα έργο του Φειδία».
– Σας λείπει η ζωγραφική όταν δεν ζωγραφίζετε;
«Κάποιες φορές, όταν σταματάς να ζωγραφίζεις, ανακουφίζεσαι, απελευθερώνεσαι. Αν περάσει ένα μεγάλο διάστημα, όμως, χωρίς να ζωγραφίσεις αισθάνεσαι … μειωμένου βάρους, λιγότερο παρών στον κόσμο. Η ζωγραφική είναι η αποτύπωση του σώματός σου. Δεν γίνεται μόνο με το χέρι, αλλά ταυτόχρονα με τα σπλάχνα, το αίμα, τα νεύρα, τα μάτια, την καρδιά, το σώμα του ζωγράφου και με αυτό που βλέπει και τον συγκινεί».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
18 Νοεμβρίου 2007
Της ΠΑΡΙ ΣΠΙΝΟΥ
Γυμνά ναι. Μοντέλα, όχι
Στα καινούργια του έργα ο Γιώργος Ρόρρης αναζητά την αληθινή γυναίκα απέναντι σε εκείνη της διαφήμισης.
Σταθμός Λαρίσης, Λιοσίων και Τροφωνίου γωνία. Ανάμεσα στα σπίτια με τις πόρνες και τους μετανάστες της περιοχής, το εργαστήριο του Γιώργου Ρόρρη, ένα παλιό νεοκλασικό με τα ίχνη της φθοράς του χρόνου πάνω του, αποτελεί το σταθερό σκηνικό των έργων του. Ξύλινα πατώματα που έχουν χάσει τη λάμψη του βερνικιού, τοίχοι σημαδεμένοι από την υγρασία και πάνω τους κoλλημένες πρόχειρα φωτογραφίες από κλασικά γυμνά: η «Μεγάλη Οδαλίσκη» του Ενγκρ, «Η καταγωγή του κόσμου» του Κουρμπέ, τα κορίτσια του Σίλε. Ολόσωμα πορτρέτα γυναικών μέσα στον κλειστό ορίζοντα του εργαστηρίου, που «ζωντανεύουν» από το φως του παραθύρου, αποτελούν άλλωστε τον βασικό κορμό της νέας του δουλειάς, που θα παρουσιάσει από την Τρίτη και μέχρι τις 19 Ιανουαρίου στην αίθουσα τέχνης «Μέδουσα».
– Οι βιογράφοι των μεγάλων ζωγράφων και ο κινηματογράφος πλάθουν ρομαντικές και παθιασμένες ιστορίες για τον καλλιτέχνη και τη μούσα, το μοντέλο του. Εσείς;
«Καμία σχέση. Παλαιότερα έκανα τα πορτρέτα φίλων και γνωστών, αυτή τη φορά χρησιμοποίησα μοντέλα, κυρίως φοιτήτριες που ήθελαν να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους. Δεν είναι όμως απρόσωπες. Είναι η Αγγελική, η Γιάννα, η Κατερίνα, κοπέλες που μου ποζάρουν καθημερινά επί πέντε ώρες, για τρεις μήνες. Μαγειρεύουμε, τρωμε μαζί, ακούμε μουσική. Δεν μπορώ και κρατήσω την απόσταση εργοδότη-υπαλλήλου. Είναι άνθρωποι και με ενδιαφέρει η ιστορία τους, συμπλέκομαι με τις προσωπικές τους καταστάσεις, τα προβλήματά τους. Δεν είναι εξαρτήματα, αλλά συνδημιουργοί του έργου».
– Σας έχει τύχει να απορρίψετε μοντέλα;
«Φυσικά. Με ενδιαφέρει το σώμα που ζωγραφίζω να μετέχει της ύλης, να έχει τα “τραύματα” της ζωής. Τα σώματα των φωτομοντέλων δεν με απασχολούν. Προσπαθώ να κατανοήσω τη γυναίκα του 2007 με το να τη ζωγραφίζω. Το σώμα το σημερινό δεν είναι το ίδιο με την εποχή του Μποντλέρ ή του Λύτρα. Διαφέρει το χρώμα του δέρματος που πια το βλέπει ο ήλιος, ένα πολιτισμικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη γυναίκα από τη δεκαετία του ‘ 60 και μετά. Διαφέρει ο τρόπος που κινείται, που κάθεται η γυναίκα, έχει αλλάξει η γλώσσα του σώματος. Παλαιότερα, η αιδημοσύνη και η φειδώ προστάτευε το βλέμμα του ζωγράφου. Τώρα το βλέμμα του είναι νωθρό. Η υπερπροσφορά γυμνού, πορνό, διαφήμισης έχει σκοτώσει την αίσθηση της αποκάλυψης».
Τον βοηθάω να μεταφέρει τους μεγάλους πίνακες δίπλα στο παράθυρο για να τους δούμε καλύτερα και παρατηρώ ότι πίσω από την ενιαία επιφάνεια υπάρχει ένα παζλ από πολλά μικρότερα παραλληλόγραμμα τελάρα. «Όταν ξεκινάω να ζωγραφίζω, δεν έχω την εικόνα του πίνακα, έχω την πραγματικότητα που υπάρχει μπροστά μου να μου στέλνει έναν χρησμό που πρέπει να τον ερμηνεύσω. Πρέπει να σταθώ απέναντι στην πραγματικότητα με αθώο βλέμμα και να αποβάλω τα πέπλα του παρελθόντος», εξηγεί.
«Δεν έχω όραμα μέχρι που αρχίζω να ζωγραφίζω. Ξεκινάω να κάνω μια μικρή σπουδή πορτρέτου αλλά, όταν βλέπω ότι «κουράστηκε» ο πίνακας, προσπαθώ να τον “σώσω” προσθέτοντας κι άλλα κομμάτια. Είναι δύσκολο τον κόσμο που είναι απέραντος να τον μεταφέρεις σε ένα ορθογώνιο σχήμα. Αν μπορούσα, θα επέκτεινα το τελάρο μου στο άπειρο».
-Πότε αισθάνεστε ότι το έργο έχει ολοκληρωθεί;
«Πάντα υπάρχει ένα ποσοστό πικρίας ότι πάλι τελείωσα και δεν πέτυχα. Για μένα ο πίνακας είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια. Δηλώνει ότι από πίσω βρίσκεται ο ζωγράφος, ένας άνθρωπος. Δε με ενδιαφέρει ο φωτογραφικός ρεαλισμός, να πει κανείς τι τρομερός τεχνίτης είμαι. Ούτε σχέση έχω με τα νέα μέσα. Η βελτίωση και η πρόοδος δεν αφορούν την τέχνη, αφορούν την επιστήμη. Βλέπω την τέχνη ως μαγεία».
– Δεν βλέπω πουθενά την αυτοπροσωπογραφίας σας;
«Το έχω επιχειρήσει, αλλά συνήθως δείχνω το είδωλό μου μπροστά σε καθρέφτη. Η ψυχή μου βρίσκεται στα πορτρέτα των άλλων που ζωγραφίζω. Από τη στιγμή που καταγράφω το μοντέλο, καταγράφω τον εαυτό μου. Άλλωστε, όταν τελειώνει ο πίνακας, ο ζωγράφος παραχωρεί τη θέση του στον θεατή».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007
«Δεν ζωγραφίζω χαρακτήρες αλλά σώματα»
Ο Γιώργος Ρόρρης μιλάει με πάθος για τη ζωγραφική, τα πορτρέτα που εκθέτει αλλά και την προσωπική του πορεία.
Συνέντευξη στην Μαργαρίτα Πουρνάρα
Ο Γιώργος Ρόρρης έχει το εργαστήριό του σαν κουκούλι. Εκεί κλείνεται με το μοντέλο του, εκεί εξελίσσεται ζωγραφικά, όπως το έντομο βιολογικά. Η τελευταία του έκθεση που εγκαινιάστηκε την περασμένη εβδομάδα στην αίθουσα τέχνης Μέδουσα, παρουσιάζει μια νέα σειρά έργων, κυρίως γυναικεία γυμνά. Τα σώματά τους μαγνητίζουν τον θεατή, τον τραβούν να μπει στα «σωθικά» του καμβά. Από τους πλέον προικισμένους καλλιτέχνες του καιρού μας, ο Ρόρρης μιλά στην «Κ» για την ζωγραφική και την προσωπική του πορεία.
-Έχετε μπει ποτέ στον πειρασμό να αποστασιοποιηθείτε από το χώρο του εργαστηρίου σας. Να ζωγραφίσετε άλλα πράγματα πέρα από ανθρώπους μπροστά σε τοίχους;
Ποτέ δεν έχω σκεφτεί ότι το περιβάλλον παραμένει το ίδιο, ενώ αλλάζουν τα μοντέλα μου. Αντιθέτως, είμαι βέβαιος ότι ο άνθρωπος που ζωγραφίζω διαποτίζει με την παρουσία του το χώρο, το μεταβάλλει κάθε φορά. Το περιβάλλον ανήκει αποκλειστικά στο μοντέλο. Οι τοίχοι ή το πάτωμα λ.χ. είναι διαφορετικά απεικονισμένοι σε κάθε πίνακα γιατί η αύρα του ανθρώπου που έχεις μπροστά σου αναγκάζει το χέρι σου να ακολουθήσει μια προσωπική γραφή.
-Πώς επιλέγεται τα μοντέλα σας;
Διαλέγω μοντέλα που δεν είναι επαγγελματίες. Διαισθάνομαι ότι έχουν μια ουσία που θα κρατήσει το βλέμμα μου πάνω τους, με ενδιαφέρον και περιέργεια, για τέσσερις μήνες. Να δημιουργήσουν με την παρουσία τους κάτι που δεν υπάρχει. Διότι ο πίνακας δεν είναι αντιγραφή ενός αρχετύπου αλλά μια επινόηση, μια διαφορετική ιστορία, ένα καινούργιο διήγημα. Τα μοντέλα ούτε ξέρω τι θα μου βγάλουν. Μια μειλίχια χαμογελαστή κοπέλα μεταμορφώθηκε στον καμβά. Το χρώμα της επιδερμίδας, η στάση που διάλεξε, μια ουλή που είχε στο σώμα της με έκαναν να τη ζωγραφίσω σαν μια κραυγή, έναν σπασμό, με βία. Μια άλλη κοπέλα, δυναμική και αυτάρκης εκ πρώτης όψεως με οδήγησε να κάνω ΄δυο εικόνες της γαλήνιες και τρυφερές. Εγώ όμως δεν ζωγραφίζω χαρακτήρες αλλά σώματα. Και τα σώματα είναι το φαίνεσαι, αυτό καθεαυτό. Φτιάχνεις έναν πίνακα για να καταλάβεις τον άλλο που στέκεται απέναντί σου.
Δυνατές εικόνες
-Νιώθετε ότι διεισδύετε στο είναι του άλλου; Είναι μια ψευδαίσθηση κυριαρχίας;
Διεισδύω στο δικό μου είναι. Έχω την πεποίθηση ότι ζωγραφίζοντας κάποιον, εν μέρει απεικονίζεις εκείνον, εν μέρει εσένα, Όλοι οι πίνακες είναι κατά βάθος αυτοπροσωπογραφίες, είτε είναι νεκρή φύση είτε τοπιογραφίες. Το ζωγραφικό έργο δημιουργείται από το σώμα μου όπως ακριβώς η αράχνη εκχύει το σάλιο της και φτιάχνει τον ιστό της. Δεν είναι εγκεφαλική η διαδικασία. Αφορά τη διάνοια, αλλά μόνον εκ των υστέρων αφορά την κρίση και την μνήμη του θεατή. Με ενδιαφέρει να κάνω δυνατές εικόνες που να εγγράφονται στο βλέμμα του άλλου. Πρώτα όμως πρέπει να εγγραφούν στο δικό μου μυαλό. Να τις πιστέψω.
– Τι είναι ζωγραφική
Ανασύρω από το χάος της πραγματικότητας που μας περιβάλλει κάτι που θα παραμείνει στον καμβά ως σταθερή μορφή και ως παρακαταθήκη για τους μεταγενέστερους. Απέναντι από το καβαλέτο μου έχω την αυτοπροσωπογραφία του Ρέμπραντ να με κοιτάζει. Νιώθω δημιούργημα της ματιάς του. Ο ίδιος ο Ολλανδός ήταν δημιούργημα της ματιάς του Λεονάρντο. Κάθε ζωγράφος φέρει εντός του όλη την ιστορία της ζωγραφικής και με τη σειρά του συστήνει στους άλλους μια παράδοση. Μπορεί τα έργα να μην αντέξουν στο χρόνο. Αν όμως το κάνουν, θα γίνουν το παρελθόν του μέλλοντος. Το να φέρεις μέσα σου άλλους ζωγράφους σημαίνει επίσης ότι προσπαθείς να βρεις παράλληλα τη δική σου φωνή. Αν ζωγραφίζω έχοντας στο μυαλό μου τον Βαν Γκογκ που θαυμάζω, το μόνο που κάνω είναι να αναπαράγω την νοσταλγία του μουσείου. Το δαιμονικό στοιχείο της ζωγραφικής είναι ότι όταν βλέπεις ένα σπουδαίο πίνακα κάποιου καλλιτέχνη, είναι σαν να φαντάζεσαι αυτόματα και το χέρι που τον έκανε: πως έβαλε την πινελιά, τι χρώμα χρησιμοποίησε. Τίποτα δεν αλλοιώνεται.
Γυναικεία γυμνά
– Γιατί κάνατε γυμνά;
Οι γυναίκες δεν είναι γυμνές αλλά ντυμένες την γυμνότητά τους. Όταν βρεθεί η πόζα, ο άνθρωπος είναι σαν να φοράει ρούχα, γίνεται πορτρέτο.
– Ξεκινήσατε ζωγραφίζοντας οικεία πρόσωπα και τώρα περάσατε στους αγνώστους. Πώς νιώθετε;
Όντως άρχισα με φίλους και γνωστούς. Σαν το ΠΑΣΟΚ. Ευτυχώς δεν έχω μέλη. Για να σοβαρευτώ όμως ακόμα και οι άγνωστοι σταδιακά, με κάθε πινελιά, γίνονται δικοί μου. Το μοντέλο έχει μια ψυχοδυναμική. Πρέπει να το παρατηρήσεις εξονυχιστικά. Να δεις πώς περπατάει. Πώς κατοικεί το σώμα του. Αλλιώς δεν γίνεται να το ζωγραφίσεις.. Το πορτρέτο δεν έχει να κάνει με το σχήμα του προσώπου και το χρώμα των ματιών, αλλά είναι μια ιστορία για την προσωπικότητα, τη γενιά, την κοινωνική κατάσταση και τα βιώματα κάποιου. Αν μάλιστα ζωγραφίζεις γυμνά, είναι ακόμα πιο δύσκολο.
– Τι αναζητάτε ωριμάζοντας;
Δεν με ενδιαφέρει να πάω να δω ή να κάνω εξωραισμένη τέχνη που να αφήνει τους άλλους άναυδους. Θέλω να κάνω έργα με ανθρώπους στα οποία βγαίνει η αδυναμία, τα ελαττώματά τους, τα χούγια τους. Τελειώνοντας τον πίνακα, μπορεί να έχω την αίσθηση ότι δεν τα κατάφερα καλά και να συνειδητοποιήσω την ήττα μου, να καταγράψω αυτό που έβλεπα. Οι απαιτήσεις ως προς τον εαυτό μου είναι πολύ αυξημένες, ίσως διότι ζούμε και είμαστε θρέμμα ενός μικρού κράτους. Αν ήμουν Ισπανός ή Γάλλος, δηλαδή γεννημένος σε χώρες που έχουν μεγαλύτερη ζωγραφική παράδοση, θα ήμουν πιο χαλαρός και δεν θα απαιτούσα τόσο από τον εαυτό μου.
Οι δάσκαλοί μου
– Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών έχουμε πολύ καλούς τεχνίτες στη ζωγραφική;
Νομίζω ότι ξεκίνησε με την πτώση της χούντας. Τότε απελευθερώθηκαν οι ζωγράφοι και ένιωσαν ότι μπορούσαν να κάνουν ό,τι θέλουν και όχι να καταγγείλουν και να φτύσουν τα έργα τους. Ύστερα, ήμαστε τυχεροί που είχαμε καλούς δασκάλους. Η ΑΣΚΤ όταν εγώ φοιτούσα, είχε μια ερωτική ατμόσφαιρα. Οι καθηγητές είχαν έρωτα για τη διδασκαλία και μας άφηναν ελεύθερους. Ο Τέτσης που θεωρείτο αυστηρός ουδέποτε με περιόρισε στις επιλογές μου. Κι εκείνους και ο Μόραλης ήξεραν από τέχνη, αρχαιοελληνική και βυζαντινή.
-Πολλοί νέοι ζωγράφοι σας αντιγράφουν. Πώς αισθάνεστε;
Μπορεί να αντιγράφεις κάποιον αλλά ειδικά στα παρθενικά σου έργα εμπεριέχεται και ένα κομμάτι από αυτά που θα κάνεις αργότερα. Όταν ήμουν είκοσι ετών είχα ζωγραφίσει έναν πίνακα που έμοιαζε πολύ με το ύφος του Τσαρούχη αλλά είχε εν σπέρματι και όλα όσα έκανα μετά στην ζωγραφική μου, το DNA μου. Σαν συμβουλή προς τους νεότερους, πάντως θα έλεγα να μην φοβούνται να κάνουν αποτυχημένα έργα. Από το πείσμα της αποτυχίας θα καταφέρουν να κάνουν κάτι.
ΒΗΜΑDECO
Iανουάριος 2008
Τόνια Μάκρα
Γιώργος Ρόρρης. Ο επίμονος ζωγράφος.
Στα εγκαίνια της έκθεσής του πριν από μερικές εβδομάδες, έκλεισε το Κολωνάκι από το πλήθος που επί ώρες συγκεντρωνόταν. Η προσέλευση αυτή μάλιστα έχει σπάσει ρεκόρ σε σύγκριση ακόμη και με τις εκθέσεις μουσείων, ενώ οι πίνακές του έγιναν ανάρπαστοι σε δευτερόλεπτα. Η αναμφισβήτητη επιτυχία όμως δεν καθησύχασε το άγχος του ζωγράφου. Για αυτόν η πραγματική δικαίωση έρχεται μόνο μέσα από το βλέμμα του θεατή: «Θα ήθελα να αισθανθώ ότι η γυμνότητα των πορτρέτων που παρουσιάζω λειτουργεί στα μάτια του ως αληθινή Αποκάλυψη», λεει ο ίδιος.
Οι προσωπογραφίες είναι γυναικεία γυμνά δουλεμένα εκ του φυσικού. Το σώμα κυριαρχεί ως στοιχείο στο ζωγραφικό τοπίο. Γύρω του «χτίζεται» ένας χώρος που για τον καλλιτέχνη σημαίνει πολλά. «Θέλω να ορίσω στο τελάρο τη σχέση του ανθρώπου με το δωμάτιο που βρίσκεται» εξηγεί ο ίδιος. Για τον θεατή όμως σημαίνει μάλλον ελάχιστα αφού το μάτι του δεν ξεκολλάει από τη γυναικεία φιγούρα, ως αξιοπρόσεχτο δείγμα του άλλοτε «ασθενούς» φύλου που μας ατενίζει μέσα από πόζες φαινομενικής χαλαρότητας. Η εικόνα αποδίδεται με πιστότητα. Είναι η σύγχρονη γυναίκα απαλλαγμένη από ρούχα και κοινωνικούς συμβολισμούς. Ο ρεαλισμός της μορφής της δεν αποκαλύπτει και την αντικειμενικότητα του «είναι» της: « Ο πίνακας, έστω και αν απεικονίζει ζωντανό πλάσμα, δεν είναι παρά η δική μου πραγματικότητα.
Το μοντέλο μπορεί να είναι αναγνωρίσιμο, η ζωγραφική του εικόνα όμως δεν είναι παρά το καλύτερο που μπόρεσα να φτιάξω από τον άνθρωπο που έχω απέναντί μου. Δουλεύω πολλούς μήνες επάνω στον ίδιο πίνακα. Πόσα όμως από τα στοιχεία που ανακαλύπτω στην κάθε ανθρώπινη ύπαρξη θα μπορέσουν να καταγραφούν και στην επιφάνειά του;”».
ΤΑ ΝΕΑ
2 Ιανουαρίου 2008
Χάρης Καμπουρίδης
Η αλληγορία της ζωγραφικής
Από της εμπειρία και την ύλη, στην ιδέα, θα μπορούσαν να ονομάζονται από κοινού οι εκθέσεις ζωγραφικής του Μάκη Θεοφυλακτόπουλου και του Γιώργου Ρόρρη, κάθε μια για διαφορετικούς λόγους αλλά και οι δύο ταυτόχρονα για το ασυνήθιστο τελειοθηρικό επίπεδο της τέχνης που μας δείχνουν.
Πολύ νεώτερος ο Γιώργος Ρόρρης (γ.1963) ανήκει στο κύμα των νεοπαραστατικών ζωγράφων που καταξιώθηκαν στη δεκαετία του 1990, έπειτα από έντονη μάχη με τους μοντερνιστές. Θεωρητικά, είναι ρεαλιστής, αφού μόνιμο θέμα του είναι ένα άτομο «εγκλωβισμένο» στο εργαστήριο, κάτω από ανακριτικό προβολέα και με κλειστά τα παντζούρια, άτομο συνήθως θηλυκό και παχύσαρκο ή με άλλα έντονα σωματικά γνωρίσματα, όπως συνηθίζουν οι κριτικοί ρεαλιστές. Ο χώρος απεικονίζεται διεσταλμένος – σαν από φωτογραφικό ευρυγώνιο φακό – και συχνά κλέβει τις εντυπώσεις εις βάρος των ανθρώπινων μοντέλων. Στερεότυπη η θεματολογία – δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον εάν δεν προέκυπτε μέσα από μια εμμονή του καλλιτέχνη σε ζητήματα μαστοριάς.
Πινελιές εξασκημένες επακριβώς στην πειθαρχία ή το αυτοσχεδιασμό τους, χρώμα ελεγμένο στην ακρίβεια ή τους ιριδισμούς του, έρχονται γρήγορα στο πρώτο πλάνο των εντυπώσεων παραπέμποντας κατευθείαν σε μεγάλους μαστόρους της ιστορίας της ζωγραφικής, ιδίως από το μπαρόκ. Στα μικρών διαστάσεων έργα, ο Ρόρρης θυμίζει και πάλι την εμμονή του στις πινελιές τύπου Ν. Γύζη, που σου αφαιρούν την αναπνοή με την ευγλωτία τους και την τόσο άμεση διαχείριση των φωτιστικών κλιμάκων μέσα σε μία και μόνη βουρτσιά. «Η αλληγορία της ζωγραφικής» όπου τα πινέλα του ζωγράφου ορμάνε να υποτάξουν τα χρώματα που «βγάζουν γλώσσα», είναι ο πίνακας του μεγάλου δασκάλου που θυμηθήκαμε αυθόρμητα. Υπάρχει μια ριζική αναλογία ανάμεσα στο ανθρώπινο σώμα κατά Ρόρρη και σ’ αυτό κατά Θεοφυλακτόπουλου: του Ρόρρη κείται σε στάση μνημειακή προερχόμενη από το «λύσιμο» της συμβατικής κινησιολογίας του, στο Θεοφυλακτόπουλο η κινησιολογία πηγάζει από το χέρι του ζωγράφου που «χορεύει» μπροστά στον πίνακα πλάθοντας. Στον πρώτο, η ανθρώπινη φόρμα είναι αποτέλεσμα έρευνας της φωτοσκίασης, σε έναν ανακριτικό χώρο που ανταγωνίζεται τον Βελάσκεθ, στον δεύτερο έρευνα της περιπέτειας που προηγείται, πριν από την απόφαση για την οριστική όψη. Στα χέρια και των δύο αυτών μαστόρων, το χρώμα ξεκινά σαν ύλη, γίνεται αρένα μορφοπλαστικής περιπέτειας, και μέσα από την καλοχωνεμένη αφήγηση των ισχνών του καταλήγει σε εξιδανίκευση, και της ανθρώπινης μορφής και τη ζωγραφικής τέχνης.
ATHENS VOICE
15-21 Νοεμβρίου 2007
Γιώτα Αργυροπούλου
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΔΩΜΑΤΙΟΥ
Μετά από εφτά χρόνια ο Γιώργος Ρόρρης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους, πραγματοποιεί αυτές τις μέρες την πέμπτη ατομική του έκθεση, στην γκαλερί Μέδουσα. Λίγο πριν τα εγκαίνια, η A.V. τον επισκέπτεται στο ατελιέ του.
Ένας άνθρωπος μέσα σε ένα δωμάτιο. Αυτό είναι το βασικό θέμα της ζωγραφικής του Γιώργου Ρόρρη. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο απλό. Οι πίνακές του ωστόσο είναι σύνθετες: Γεμάτοι πληροφορίες, αισθήσεις, απορίες. Κρύβουν μια ιστορία, μια ολόκληρη ζωή. Εκείνη του προσώπου.
Αυτό σκέφτομαι όταν περιμένοντας έξω από το εργαστήριό του, ένα από αυτά τα «πρόσωπα» έρχεται να μου ανοίξει την πόρτα. Ένα χαρούμενο νέο κορίτσι με κόκκινο φόρεμα ανεβαίνει μπροστά μου τις σκάλες. Είναι ένα από τα μοντέλα του. Την παρατηρώ με περιέργεια για να εντοπίσω τη διαφορά. ΄Ένα λεπτό αργότερα τη βλέπω ζωγραφισμένη στον πίνακα. Είναι η ίδια, αλλά εντελώς διαφορετική .Στον πίνακα κάθετα γυμνή στο πάτωμα του εργαστηρίου με πιο σκοτεινή έκφραση και ποικιλία αισθημάτων αποτυπωμένα στο πρόσωπό της. «Δεν έχει τελειώσει ακόμα» λεει ο Ρόρρης μπαίνοντας στο δωμάτιο. Σε αυτό το ίδιο δωμάτιο που καθόμαστε έχει ζωγραφίσει τους περισσότερους από τους νέους του πίνακες, οκτώ μεγάλων διαστάσεων και δεκαπέντε μικρούς .Βλέποντας τη δουλειά του μέσα στο χρόνο, οι πίνακές τους εδώ και χρόνια έχουν μια προσήλωση, μια πίστη στη δική του εικόνα που συνεχίζει και με αυτή τη δουλειά. «Τα δέκα τελευταία χρόνια το θέμα μου είναι ο άνθρωπος».
Γυμνά γυναικεία σώματα καθισμένα στο πάτωμα σε κοιτάνε μέσα στα μάτια. Τα πρόσωπά τους είναι σχεδόν ζωντανά, το βλέμμα τους σου εκμυστηρεύεται την ιστορία τους. «Συνήθως ξεκινάω ζωγραφίζοντας το κεφάλι, γιατί ουσιαστικά πιστεύω ότι κάνω πορτρέτα και όχι ότι κάνω γυμνό. Τα πρόσωπά τους δεν στερούνται ταυτότητας. Είναι η Γιάννα, η Αγγελική, η Λαμπρινή, η Άντα και ο Τάκης. Και ο πίνακας είναι το πορτρέτο τους».
Τα πορτρέτα του σχηματίζουν από το πρόσωπο και το χώρο μαζί. Σε πολλούς πίνακες χρησιμοποιεί το ίδιο δωμάτιο, ακόμα και την ίδια γωνία, αλλά κοιτώντας τους πίνακές του δεν το αντιλαμβάνεσαι εύκολα. Πώς όμως μεταλλάσσεται ο χώρος σε μια ζωγραφική που είναι τόσο ρεαλιστική; «Το πορτρέτο του ανθρώπου δεν το συνιστά μόνο η ζωγραφική του κεφαλιού, αλλά το περιβάλλον ολόκληρο. Οι τοίχοι, τα πατώματα, οι πρίζες, όλα, ζωγραφίζονται παρόντος του μοντέλου. Δεν ζωγραφίζω ποτέ το δωμάτιο χωρίς να βρίσκεται και ο άνθρωπος στην πόζα. Γιατί τότε το δωμάτιο στερείται νοήματος». Αδειάζει από την αύρα του μοντέλου. Μερικές φορές με ρωτούν πώς είναι δυνατόν να ζωγραφίζω το ίδιο δωμάτιο. Μα δεν είναι το ίδιο δωμάτιο. Είναι το δωμάτιο και οι τοίχοι της Γιάννας, του Τάκη και του κάθε προσώπου που ζωγραφίζω κάθε φορά».
Περνάει μήνες μαζί τους μέχρι να γνωριστούν και να καταφέρει να αποτυπώσει στον πίνακα την προσωπικότητα και την ιστορία τους. «Γνωρίζομαι με το μοντέλο.
Γινόμαστε φίλοι. Θέλω να μαθαίνω τον άνθρωπο, τον κόσμο του, τα μυστικά του. Πολλές φορές είναι φοιτήτριες και ποζάρουν για το χαρτζιλίκι και στο τέλος καταλήγουν να ενδιαφέρονται πάρα πολύ για το έργο. Και χαίρομαι γι’ αυτό, γιατί τον πίνακα τον κάνουμε μαζί. Δεν είναι απλά μοντέλα, αλλά συνδημιουργοί των εικόνων. Χωρίς αυτά τα πρόσωπα, δεν θα είχα αυτές τις εικόνες. Δεν θα ήταν αυτό το έργο, θα ήταν κάποιο άλλο».
Σε κάποιους πίνακες τα γυμνά σώματα γίνονται πιο ελεύθερα, απλώνονται χωρίς την ένταση ότι κάποιος τα παρακολουθεί, ευχαριστιούνται την ελευθερία τους και παίζουν με το βλέμμα. «Ζωγραφίζοντας το γυμνό γυναικείο σώμα ξεκινάει και μια μελέτη, μια κουβέντα, πάνω στο ζήτημα του ερωτισμού. Έχω συνείδηση αυτού. Προς αυτό το θέμα όμως δεν μπορώ να πω τίποτα. Μόνο ό,τι έχουν συλλάβει τα ίδια τα έργα».
Την ώρα που κοιτάμε τους πίνακες μιλάει με πάθος για τη ζωγραφική και την ιστορία της, τους ζωγράφους που θαυμάζει, την ίδια τη φύση της τέχνης του. «Νιώθω σαν να μιλάω σε ατελιέ ζωγραφικής» λεει και γελάει. «Τον καιρό που δεν ζωγραφίζω αισθάνομαι απών από τον κόσμο, νιώθω αραιή την παρουσία μου. Η ζωγραφική με προστατεύει και με βάζει πίσω στον κόσμο. Είναι το σωματικό μου αποτύπωμα μέσα στο χρόνο. Ένα είδος ημερολογίου. Όταν ξεκινάς ένα έργο είναι σαν να μπαίνεις σε ένα τούνελ».
Και τι συμβαίνει όταν τελειώνει το έργο, τον ρωτάω. «Κοίτα, ο ζωγράφος έχει την ουτοπική επιθυμία να αγγίξει την πραγματικότητα και να την ξεπεράσει. Τη χαρακτηρίζω ουτοπική, γιατί ποτέ δεν θα την αγγίξει και ποτέ δεν θα την ξεπεράσει. Όταν τελειώνει, λοιπόν, το έργο, μένω πάντα με μια θλίψη. Σκέφτομαι “πάλι δεν τα κατάφερες”. Και μετά ξεκινάω το επόμενο.