Επενδυτής, 14 Ιουνίου 1997
Βιβή Βασιλοπούλου
Ζωγραφική της Μαρίας Γρηγοριάδη στη Μέδουσα
Μαγικές εικόνες
Ένα άλλο είδος «γραφής» αναπτύσσεται στο έργο της Μαρίας Γρηγοριάδη, όπως με ευχάριστη έκπληξη είδαμε στη «Μέδουσα». Η Μαρία κατάγεται από την Κρήτη και αυτό δεν το ξέρεις, το βλέπεις στο δίσκο της Φαιστού και με τον τρόπο που τον αποκρυπτογραφεί στο έργο της σε κάθετο ανάπτυγμα, που σηματοδοτεί παράλληλα τη ρήξη και τη συνοχή του πολιτιστικού γίγνεσθαι. Στα άλλα της έργα, η πρώτη «ανάγνωση» αποδίδει ένα τοπίο ενεργοποιημένο και φορτισμένο πολλαπλά, κομμάτια φύσης και ζωής να «αποτοιχίζονται» από την ιστορία και να «εντοιχίζονται» στην τέχνη, σε μια διαχρονική «στρωματογραφία». Η δραματική συνάντηση γίνεται στη ζωγραφική επιφάνεια, όπου και η «αδιαίρετη ένωση». Σ’ αυτή τη μαγική εικόνα, όπου η ατμόσφαιρα υπαινίσσεται τόσα πολλά, η γοητεία είναι υπαρκτή και η οι συνέπειες απρόβλεπτες. Ο θεατής μαγνητίζεται στο «βάθος» της εικόνας, αναζητώντας το δικό του στέρεο έδαφος. Το μετέωρο βήμα του θεατή. Ένα στροβίλισμα «ξεναγεί» στο χώρο του πίνακα, όπου η αφομοίωση της μορφής και η επιβίωση της φόρμας. Η πάλη αφήνει τα ίχνη της στο τελάρο και η νίκη είναι υπέρ της τέχνης.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
18 Μαίου 1997
Γιώργος Καρουζάκης
Η Μαρία Δημητριάδη παρουσιάζει τη ζωγραφική της Μαρίας Γρηγοριάδη
Θέλει να πει μέσω της ζωγραφικής βασικά πράγματα, «όσα θέλει να πει όλος ο κόσμος». Περιγράφει τη σχέση της με την τέχνη μάλλον απόλυτα, σαν αναπνοή, και καταλήγει: «Πριν αποχωρήσω, θέλω να έχω μιλήσει για όλα όσα έχω ζήσει, που δεν είναι μόνο εικόνες του ματιού…»
Ψάρια, χαρταετοί, χάρτες, ο θαυμαστός κόσμος του τσίρκου, σε μια σειρά έργων όπου συναντώνται αφηγηματικά κι αφηρημένα στοιχεία, χρώματα αλλά και μη ζωγραφικά υλικά (φύλλα, χαρτί κ.α.) Εικόνες πολυδιάστατες με ελάχιστα μέσα 0 και στόχο, τι άλλο από την επικοινωνία;
«Αν αντέχουν τα έργα μου, ας τραβήξουν το δρόμο τους. Αν έχουν ψυχή τα πράγματα, πάνε κάπου..», λέει η ίδια.
Στην παρουσίαση μας έκθεσης είθισται να έχουν λόγο πρώτα απ’ όλα οι καλλιτέχνες με το έργο τους, στη συνέχεια οι ιστορικοί τέχνης, οι κριτικοί και το κοινό.
Προσπερνώντας τη συνήθη διαδικασία, ζητήσαμε απ’ την «οικοδέσποινα» Μαρία Δημητριάδη, να μας μιλήσει για τη δουλειά και τη ζωγράφο, που παρουσιάζει στο χώρο της.
– Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε τη συγκεκριμένη δουλειά;
«Πιστεύω ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που ζωγραφίζει πραγματικά από ανάγκη και όχι επειδή τελείωσε την ΑΣΚΤ. Εκτιμώ ότι η ζωγραφική της, το σχέδιό της έχει δυνατότητα, ζωντάνια και χιούμορ. Είναι έργα που σου επιτρέπουν να ονειρευτείς, που διαθέτουν μια χαρούμενη παιδικότητα χωρίς να είναι σε καμία περίπτωση μια παιδική ζωγραφική».
– Είναι φίλη σας η Μαρία Γρηγοριάδη;
«Όχι ιδιαίτερα. Δεν είναι η καλύτερή μου φίλη. Δεν μου καθορίζουν οι προσωπικές μου σχέσεις τα κριτήρια για τη δουλειά μου.
Οφείλω να σας πω ότι στην ουσία ζω στην γκαλερί. Εδώ είναι το σπίτι μου. Δεν μπορώ λοιπόν να έχω μέσα στο σπίτι μου για ενάμισι μήνα έργα που δεν μου αρέσουν. Προτιμώ να κάνω ένα ταξίδι, παρά μια κακή έκθεση».
-Τι σας ενοχλεί συνήθως σε μια δουλειά;
«Η έλλειψη προσωπικότητας. Να βλέπω ένα έργο και να θυμάμαι άλλα δέκα¨.
– Τι αισθάνεστε, με δύο λόγια, βλέποντας τη συγκεκριμένη δουλειά;
«Χαρά, εκείνη της δημιουργίας. Τη ζωντάνια και το ρίσκο σε τσίρκο. Θα ήθελα κάποια έργα της Γρηγοριάδη να μου ανήκουν».
– Δεν έχετε καθόλου δικά της έργα;
Έχω κάποια, από παλαιότερα.
ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ
Ανάμεσα στο δάχτυλο και τον αντίχειρα μου
Η κοντόχοντρη πένα φωλιάζει • είναι ζεστή σαν όπλο.
Κάτω απ' το παράθυρο μου ένας καθαρός, γριτσανιστός ήχος
Όπως το φτυάρι βυθίζεται στο χαλίκι-χώμα:
Ο πατέρας μου σκάβει. Κοιτάω κάτω
Ως τους τεντωμένους γλουτούς του ανάμεσα στα παρτέρια'
Χαμηλώνουν, σηκώνονται μετά είκοσι χρόνια
Σκύβοντας ρυθμικά ανάμεσα στις σπαρμένες πατάτες
Εκεί όπου έσκαβε.
Το χοντροπάπουτσό του σκαλωμένο στη λαβή, το στειλιάρι
Μαγκωμένο με το γόνατο του από μέσα σταθερός γινόταν μοχλός.
Ξερίζωνε τα ψηλά βλαστάρια, έθαβε το γυαλιστερό χείλος βαθιά
Για να σκορπίσει νέες πατάτες που εμείς μαζεύαμε
Και μας άρεσε η δροσερή σκληράδα τους στα χέρια μας.
Μα τον Θεό, ο γέρος ήξερε να δουλεύει το φτυάρι.
Ίδιος ο γέρος του.
Ο παππούς μου σε μια μέρα έκοβε περισσότερη τύρφη
Απ' οποιονδήποτε άλλο στο βαλτοτόπι του Τόνερ.
Μια φορά του πήγα γάλα σε μια μπουκάλα
Βουλωμένη πρόχειρα με χαρτί. Στυλώθηκε
Να το πιει κι έπειτα έπεσε πάλι με τα μούτρα στη δουλειά
Χαράζει, κόβει ομοιόμορφες φέτες, βγάζει και πετάει τα χώματα
Πάνω απ' τον ώμο του, πηγαίνει όλο και πιο βαθιά
Για την καλή τύρφη. Σκάβει.
Η κρύα μυρωδιά της μούχλας της πατάτας, το στύψιμο και το χτύπημα
Του βρεμένου λειμωνάνθρακα, οι σκληρές κοψιιές
Μεσ' από ρίζες ζωντανές ξυπνούν μες στο μυαλό μου.
Αλλά δεν έχω φτυάρι ν' ακολουθήσω άντρες σαν κι αυτούς.
Ανάμεσα στο δάχτυλο και τον αντίχειρα μου
Η κοντόχοντρη πένα φωλιάζει.
Μ' αυτήν θα σκάψω.
ΣΕΪΜΟΥΣ ΧΗΝΥ
«Τα ποιήματα του Βάλτου»
Μτφ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ