ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
17 Δεκεμβρίου 1994
Μαρία Μαραγκού
Εικόνες της σιωπής.
Αναπαράσταση των εικόνων της φύσης, νοσταλγία ή επανάκτηση του πρωταρχικού στοιχείου από διανοητικές διαδικασίες.
Η πρώτη ατομική έκθεση του Γιώργου Γυπαράκη στην Μέδουσα + 1 Αίθουσα Τέχνης.
Ο Γιώργος Γυπαράκης «κατασκευάζει» τη φύση και στα στοιχεία της, ορίζοντας χώρο και παράγοντας εικόνα και ήχο που επιτρέπουν την πρόσβαση στο όνειρο.
Αλήθεια, τι θέλουμε σήμερα, τέλος του 1994, να μας δώσει η τέχνη; Κι ακόμη, κάτω από ποιες συμμετοχικές διαδικασίες επιθυμούμε να λάβουμε; Ποια τα δικά μας όρια και ποια εκείνα που απαιτούμε για την τέχνη; ΄Οχι σαν καταναλωτές, αλλά έτοιμοι για τη μοιρασιά εκείνου του «δεύτε λάβετε».
Γιατί, αν μας ενδιαφέρει να δούμε την τέχνη μέσα από πολλαπλές διαστρωματώσεις θέματος, ύφους, γραφής, αλλά και σιωπών, σωματικών και ψυχικών, όπου οι συμπεριφορές του υποκειμένου και του αντικειμένου κάνουν διάλογο, και όχι σαν ένα αποδεσμευμένο από τον κόσμο «μουσειακό» επίτοιχο ή αποθηκευμένο «κομμάτι» που το ονομάζουμε έργο τέχνης , τότε όλα αντιμετωπίζονται διαφορετικά.
Νομίζω πως το αίτημα των καιρών μας είναι αυτές οι σωματικές και ψυχικές σιωπές και οι δυνατότητές τους να διαμορφώσουν συμπεριφορές. Νομίζω πως η δουλειά του Γυπαράκη είναι ένα δείγμα σχετικό. Δεν ξέρω τι θα κάνει στο μέλλον πώς θα προχωρήσει με όλα αυτά που προτείνει σήμερα, αλλά αυτό που παράγει με τη δουλειά του στη «Μέδουσα+1», έχει διάλογο με την αιτούμενη σιωπή.
Το δέντρο-μέδουσα, που στάζει βροχή, ο ήχος και η εικόνα, το παιχνίδι με το φως και την προβολή του συννεφιασμένου ουρανού, το θαυμάσιο ποιητικό του κρεβάτι-δέντρο χιονισμένο, η τρύπα στο χώμα που γεννά σχήματα της φωτιάς, είναι ασφαλώς μια πρόταση σιωπής. Επιτέλους, βλέπουμε μια καινούργια δουλειά που βγαίνει από ένα καλλιτέχνη. (Ναι, αυτός ο κακοποιημένος όρος πότε πότε αντιστοιχεί σ’ αυτό που υποτίθεται ότι ορίζει).
Δεν θα σταθώ αν όλα είναι καλά φτιαγμένα μερικά δεν είναι κι άλλα μπορούσαν να ‘ναι καλύτερα, μπορεί και το κρεβάτι και μόνο να ‘ναι το άρτιο και εμπνευσμένο έργο, αλλά έχει σημασία; Καμία. Αρκεί που ένας άνθρωπος, για δεύτερη φορά μέσα σε μερικούς μήνες (η πρώτη ήταν στις αρχές του καλοκαιριού που ο Γυπαράκης παρουσίασε έργο του στο Κέντρο Ερευνών για την Τέχνη και τις Επιστήμες του γλύπτη Τάκη), μας βγάζει από τις καθημερινές συμπεριφορές. Να πάμε στην έκθεση δηλαδή, να πούμε αυτό το έργο είναι αδύνατο και τ’ άλλο λίγο θέλει να γίνει γερό, αλλά το ‘κανε κι άλλος πριν απ’ αυτόν (όσο σιχαμένη είναι η εύκολη κλεψιά άλλο τόσο και η σκυταλοδρομία σε μέρες που και να κάνει κάποιος κάτι πρώτος θα ‘ναι το στράβωμα προς τα δεξιά κι όχι προς τ’ αριστερά του καρφιού) και άλλες κοινοτοπίες που πάνε γάντι στην παραγωγή κοινότοπων έργων.
Δεν θα υπερασπιστώ λοιπόν τη δουλειά του Γυπαράκη ως άρτια τεχνικά (έτσι κι αλλιώς το design μόνο στα αντικείμενα χρήσης το αγαπώ), ως ευρηματική (αρκετά με τις ιδεούλες) ή ως συμβαδίζουσα με τη διεθνή γλωσσολογία της τέχνης.
Θα την υπερασπιστώ ως έργο του στοχασμού. Και της σιωπής. Και αυτής της κατηγορίας έργο έχω καιρό να δω