ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
31 Μαρτίου 2003
Μαρία Μαραγκού
Στο τελάρο και το χώρο
Σε αντίλογο των γνωστών προβλέψεων, από εποχής 1950 λένε όσοι θυμούνται ανάλογες μελλοντολογίες για το θάνατο της ζωγραφικής, ξανά στα πάνω της διεθνώς και χάρη της οικονομικής κρίσης που την κάνει περιζήτητη και λόγω πλήξης που προκαλεί ένας αρκετά μεγάλος αριθμός φιλμ και βίντεο στη μεταντοκουμέντια εποχή.
Εμείς, εδώ, βήμα δεν θα μετακινηθούμε από τη γνωστή μας θέση, την ίδια που υποστηρίζουμε 20 τόσα χρόνια, ότι αληθινό ευπρόσδεκτο, άσχετα από το μέσον που χρησιμοποιεί και τη φόρμα που υποστηρίζει. Στην ποσότητα αλήθειας, την πατάμε κάπου, κάπου, αφού και η αλήθεια διαθέτει τους νοήμονες ψεύτες της, νάρκισσους με ευχέρεια ή προσωρινούς κατακτητές μιας ιδεούλας που εκπνέει ταχύτατα.
Ανάμεσα στο χώρο και τη ζωγραφική, η γλυπτική της Βάλλυς Νομίδου. Τα όρια εδώ είναι ευάλωτα στο σαφή καθορισμό τους και η δουλειά ισχυρή, ώστε να μην χρειάζεται την απόλυτη ταξινόμηση. Θα μπορούσε εξάλλου να ήταν και μια δουλειά θεάτρου, αφού τα πρόσωπα έχουν ρόλους και αναφέρονται στο χρόνο της σιωπής. Αγόρια επικοινωνιακά που εκφράζονται στο παιχνίδι, κορίτσια μοναχικά, νέες γυναίκες σε στάσεις μνημειακές. Οι ανάλαφροι ανθρώπινοι όγκοι στο χώρο έχουν δημιουργηθεί με χαρτόνια, γύψο κόλλες και ζωγραφική. Η δουλειά της Νομίδου στην γκαλερί «Μέδουσα», εκπλήσσει δίχως την παραμικρή πρόθεση κραυγής. Αισθαντική, εκφραστική και ώριμα μοναχική, γυναικεία γραφή που μπορεί να διεκδικεί μια ουσιαστική υπογραφή στο χρόνο μας.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
3 Απριλίου 2003
Γιώργος Καρουζάκης
Οι γλυπτικές φιγούρες της Νομίδου στη «Μέδουσα»
Για τα παιδιά που δεν ακούμε
Πάνω σ’ ένα μαδέρι οικοδομής ένας ατημέλητος πιτσιρικάς με το παιδικό του τζόκεϊ στραβοβαλμένο παίζει σιωπηλά με το ηλεκτρονικό του παιχνίδι. Δίπλα του σ’ ένα ψηλότερο μαδέρι κάθεται το μικρό κορίτσι. Η ράθυμη στάση του κορμού και των χεριών της,, αφημένων νωχελικά στα πόδια της, ενισχύουν την αίσθηση μοναξιάς και απομόνωσης που αποπνέει η στοχαστική έκφραση του προσώπου της.
Σε φθαρμένα μαδέρια οικοδομής ξαποσταίνουν οι γλυπτικές φιγούρες της Βάλλυς Νομίδου στην έκθεσή της «Πρόσωπο με Πρόσωπο» που φιλοξενείται μέχρι και τις 3 Μαίου στην γκαλερί «Μέδουσα».
Είναι φιγούρες δημιουργημένες εξ ολοκλήρου με ταπεινά υλικά: χαρτόνια, γύψο, κόλλες και εφημερίδες. Πρόκειται για γλυπτά νεαρών παιδιών, τα ομοιώματα ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού σε δύο διαφορετικές στάσεις καθώς κι εκείνο μιας κοπέλας που κάθεται μπροστά από ένα επιζωγραφισμένο τοίχο: πιστό αντίγραφο ενός τοίχου στα Εξάρχεια με όλα τα χαράγματα, υπολείμματα αφισών, χρωμάτων ακόμα και χαρτάκια με τα τηλέφωνα του κλειδαρά της γειτονιάς. Στοιχεία που παραπέμπουν στις ζωγραφικές καταβολές της Νομίδου.
«Μοναχικές φιγούρες που βρίσκονται σε μια ιδιαίτερη σχέση με τον εαυτό τους», χαρακτηρίζει η δημιουργός τους τα γλυπτά λέγοντας: «Αισθάνεσαι ότι τα κοιτάζεις σε στιγμές μέσα από τις οποίες πυκνώνεται το αίσθημα της ύπαρξής τους. Με ενδιαφέρει πως ένας άνθρωπος βιώνει το χρόνο. Και στη ζωή μου παρατηρώ τους ανθρώπους και καταλαβαίνω απ’ το πώς φέρονται, κινούνται και κοιτάζουν τον τρόπο που υπάρχουν μέσα στη ρευστότητα του χρόνου, τις μνήμες, τις καταβολές, τις φθορές τους».
Από την εποχή των σπουδών της στη ζωγραφική η Νομίδου δούλευε με χαρτόνι. Το ενδιαφέρον της επίσης για τη μορφή ήταν έντονο από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τότε είχε παρουσιάσει μια σειρά φτιαγμένη από κουτιά «Φόρμες στραβές» τις αποκαλεί, που άνοιγαν κι έκλειναν παραπέμποντας σε ανθρώπινα συναισθήματα.
Η νέα δουλειά της στη «Μέδουσα» προσεγγίζει ξανά την έννοια της μορφής αλλά με διαφορετικό τρόπο. Πρώτα απ’ όλα η επιλογή της να ασχοληθεί με τα ομοιώματα παιδιών και μιας έφηβης είναι σκόπιμη: «Ψυχολογικά νομίζω ένας άνθρωπος κάνει την τράπεζα της αντίληψης και των αισθημάτων του αλλά και του τρόπου που κατανοεί τι γίνεται γύρω του από πολύ μικρός. Είναι πολύ σημαντική εποχή η νεότητα. Όποιες δυνατότητες έχει ένας άνθρωπος για να κάνει τη διαδρομή της ζωής του, στην ουσία τις έχει καταγράψει από τότε».
Η Νομίδου έστρεψε την προσοχή της στα παιδιά για έναν επιπλέον λόγο. Πιστεύει ότι μαζί με άλλες ομάδες ανθρώπων ανήκουν σε μειοψηφίες που δεν μπορούν να αρθρώσουν λόγο/. «Τους συμβαίνουν πράγματα που οι ομάδες των ενηλίκων αν θέλουν δίνουν σημασία. Αλλιώς τα παρακάμπτουν σαν να μην έγιναν».
Ο τρόπος που δουλεύει δεν μοιάζει καθόλου με την εργασία ενός παραδοσιακού γλύπτη. Αρχικά επιλέγει τα μοντέλα που θα της ποζάρουν, τα οποία αποτυπώνει από διάφορες πλευρές σε δεκάδες φωτογραφίες. Στη συνέχεια εφαρμόζει γυψόγαζες σε διάφορα σημεία του σώματος των μοντέλων τις οποίες, με σύμβουλο τις φωτογραφίες, αξιοποιεί χτίζοντας κομμάτι κομμάτι με σκληρό χαρτί τα γλυπτά της. Το χτίσιμο της φιγούρας με εύθραυστα υλικά επιβεβαιώνει τα λόγια της Βάλλυς Νομίδου προς το τέλος της κουβέντας μας: «Με ενδιαφέρουν οι ταπεινοί άνθρωποι, όσοι δεν έχουν δικαίωμα λόγου. Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι που δεν μιλάνε έχουν να πουν περισσότερα και σημαντικότερα πράγματα από εκείνους που φλυαρούν».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
9 Απριλίου 2003
Νίκος Ξυδάκης
Μοναξιά πυκνή, ανθρώπινη
Η γλυπτική εγκατάσταση της Βάλλυς Νομίδου με μορφές νατουραλιστικές και ευανάγνωστες.
Σε καιρό κρίσης και ανασφάλειας, σκέφτομαι ότι οι θεωρίες περί κατάρρευσης των μεγάλων αφηγήσεων ισχύουν και δεν ισχύουν. Ισχύουν ως προς το «μεγάλες», δεν ισχύουν ως προς το «αφηγήσεις». Ναι, δεν βλέπεις το Μεγάλο Έργο, δεν τον βρίσκεις εκεί που συνήθως το εύρισκες. Η αφήγηση είναι όμως ζωντανή, άσβεστη πως θα μπορούσε αλλιώς; Και στην περίπτωση των πλαστικών τεχνών, παραμένει άσβεστη και η ρεαλιστική αναπαράσταση, ανανεωμένη και πάντα παλαιά…
Η πρόσφατη δουλειά της Βάλλυς Νομίδου (Μέδουσα) επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς μου. Η ζωγράφος παρουσιάζει μια γλυπτική εγκατάσταση αποτελούμενη από ανθρώπινες μορφές. Είναι σε φυσικό μέγεθος και είναι νατουραλιστικές εύληπτες, ευανάγνωστες, άμεσες. Ένα αγόρι ξαπλωτό παίζει Gameboy, παραδίπλα παίζει καβάλα σε ένα μαδέρι – ακούγεται σιγανά η μονότονη μελωδία του παιχνιδιού. Ένα άλλο αγόρι στέκει μονάχο, σιωπηλό, σε δύο πόζες. Μια γυναίκα κάθεται αφημένη, σε μια καρέκλα, σαν θλιμμένη, με φόντο έναν αστικό τοίχο; γκράφιτι, σχισμένες αφίσες, λιωμένες αγγελίες. Μια ζωγραφική πλάτη και μια ζωγραφική φιγούρα σε πρώτο πλάνο. Όλη η εγκατάσταση αποπνέει ανθρωπίλα και μοναξιά, παράλληλη μοναξιά, πυκνή, οικεία. Οι άνθρωποι της Ν. μας είναι εξαιρετικά οικείοι: είμαστε εμείς.
Είπα νατουραλισμός. Οι φιγούρες «αγάλματα» της Ν. Είναι φτιαγμένα από χαρτί χρωματιστό και ζωγραφισμένο. Και δεν είναι τέλεια καμωμένοι: τους λείπουν κομματάκια, λεπτομέρειες, φαίνονται οι διαστρωματώσεις, φαίνεται η αγωνία της κατασκευής τους, φαίνεται το συναίσθημα. Είναι άνθρωποι τριμμένοι και φαγωμένοι, είναι συνθέματα πολλών εικόνων, πολλών φωνών. Είναι άνθρωποι του καιρού μας, πολύχρωμη κουρελαρία που ταξιδεύει μες στην άφωνη επικοινωνία, σαν το βουβό παιδί που ακούει μοναχά το μουρμουρητό του Gameboy.
Το ανθρώπινο περιβάλλον της Ν. Είναι ζωγραφική ανεπτυγμένη στο χώρο, είναι ζωγραφική που αγκαλιάζει και χτίζει σώματα. Καταφέρνει να τα κάνει να ψιθυρίζουν, παρ’ όλο το πρώτο κύμα μελαγχολικής σιωπής. Η Ν. διευκολύνει την ανάγνωση, μα δεν υπαγορεύει τη συγκίνηση αυτή έρχεται όμως, αναπόφευκτα, αναβλύζει καθώς αγκαλιάζεις τις μορφές. Οι μορφές μιλάνε για την ανθρώπινη συνθήκη. Τόσο απλά. Και η Ν. το κατορθώνει.
Η σαραντάχρονη ζωγράφος αναδεικνύει μια τάση υπαρκτή παρότι μη θορυβούσα: η σημερινή τέχνη δεν βρίσκεται όλη στα βρόχια ενός στείρου εννοιολογισμού, σε ένα conceptual prêt a porter, που εξορίζει τα πρωταρχικά συναισθήματα, περιφρονεί την πλαστικότητα, τσαλαπατάει την αναπαράσταση. Με μέσα παλαιά και σύγχρονα μαζί, επαναφέρει στο προσκήνιο τη φιγούρα και τη συγκίνηση, δραστικά, λακωνικά, καίρια. Υπό αυτήν την άποψη, η πράξη της έχει και πολιτικό περιεχόμενο: συμπορεύεται με συνομηλίκους της καλλιτέχνες, γυναίκες κυρίως, που μιλούν πάλι για πρωτογενή αισθήματα, για την αγάπη, τον πόνο, την απώλεια, την ανθρώπινη κατάσταση, φθάνοντας έως τις υπώρειες ενός σύγχρονου υπαρξιακού στοχασμού. Πέρα από τις αδιαφιλονίκητες πλαστικές αξίες του έργου της, η Ν. συνεγείρει πρωτίστως με την ανθρώπινη αύρα που εκπέμπει.